- ἐπιστασίαν
- ἐπιστασίᾱν , ἐπιστάσιοςJupiter Statorfem acc sg (attic doric aeolic)ἐπιστασίᾱν , ἐπιστασίαattentionfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
наставлениѥ — НАСТАВЛЕНИ|Ѥ (33), ˫А с. 1. Наблюдение, надзор, руководство, наставничество: Θеѡдора нарекоша лѹчьша къ наставлѥнию всѣмъ быти. (πρὸς ἐπιστασίαν) ЖФСт XII, 60 об.; многовидьнъ кѹпно и пространьнъ быва˫а наставлѥниѥмь. (τὴν κυβέρνησιν) Там же, 63… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Οικουμενικό Πατριαρχείο — Η έδρα του οικουμενικού πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη, αρχηγού της Ορθοδοξίας και προκαθήμενου των πατριαρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ονομάζεται και Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως καθώς και Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία. Το Ο.Π.… … Dictionary of Greek